ευθενώ

ευθενώ
εὐθενῶ, -έω (Α)
είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῡντα», Αισχύλ.
β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ.
γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ.
δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν- ή θην- (παράλληλος τύπος ευθηνέω). Αβέβαιης ετυμολογίας. Έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες: (α) Βασική ρίζα είναι η θεν-, το δε ευθενέω είναι μετονοματικό παράγωγο τού επιθ. ευθενής, οπότε αναγόμεθα σε αρχικό ονοματικό τύπο *θενος (πρβλ. φόνος* αίματος) και δημιουργείται έτσι σειρά παραγώγων *θένος, σύνθ. ευθενής > ευθενέω και ευθένεια (πρβλ. μένος, σύνθ. ευμενής > ευμενέω και ευμένεια). Στην περίπτωση αυτή, η λέξη ανάγεται σε IE gwhenes- «αφθονία» (πρβλ. αρχ. ινδ. a-hanas «πλούσιος, ισχυρός» και ghana- «γεμάτος, παχύς», ν. περσ. ā-ganis «πλήρης» ā-gandan «γεμίζω», λιθ. gana «αρκετά», αρχ. σλαβ. goněti «αρκούμαι», αλβ. zane «πυκνός, παχύς» και αρμ. y-ogn «πάρα πολύ»). Ίσως ακόμη να συνδέεται και με τα αρχ. ελλ. ανθρωπωνύμια σε -φόντης. Οι παράλληλοι τύποι με ρίζα θην- ερμηνεύονται είτε ως εκτεταμένη βαθμίδα, χαρακτηριστική τής ιωνικής διαλέκτου, είτε ως αναλογική έκταση (προς τα κτήνος, μήλα κ.λπ.). Η ανωτέρω ερμηνεία όμως προσκρούει στο γεγονός ότι ο υποτιθέμενος αρχικός τύπος ευθυνής μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα από τα υποτιθέμενα παράγωγά του και σποραδικά, (β) Βασική ρίζα είναι η θην-, οπότε αναγόμεθα σε αρχικό τ. *θήνος, προερχόμενο από την ΙΕ ρίζα *dhē- «θηλάζω» και συγγενή τού λατ. fēnus «έσοδο, αισχροκέρδεια». Στην περίπτωση αυτή, οι παράλληλοι τύποι με ρίζα θεν- ερμηνεύονται είτε ως συνεσταλμένη βαθμίδα, χαρακτηριστική τής αττικής διαλέκτου, είτε ως αναλογία (π.χ. προς το σθένος).
ΠΑΡ. ρίζα θην- αρχ. ευθηνία.
ΣΥΝΘ. ρίζα θην- αρχ. ευθηνι-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

  • ευθενής — εὐθενής, ές (Α) ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ευθενώ] …   Dictionary of Greek

  • ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») …   Dictionary of Greek

  • ευθηνός — και ευτηνός και φθηνός και φτηνός, ή, ό (ΑΜ εὐθηνός, ή, όν) φτηνός, αυτός που πουλιέται σε χαμηλή τιμή μσν. νεοελλ. ευτελής, μικρής αξίας αρχ. μσν. άφθονος, πλούσιος («εὐθηνοὶ καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ*, παράλλ. τ. τού ευθενώ*] …   Dictionary of Greek

  • ευθηνώ — εὐθηνῶ, έω (Α) ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ευθενώ*] …   Dictionary of Greek

  • πολυθενία — ἡ, Α η ευθένεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θενία < θ. θεν τού εὐ θενῶ «είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω» (βλ. λ. ευθενώ)] …   Dictionary of Greek

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”